αλατότητα

αλατότητα
Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η περιεκτικότητα του νερού σε άλατα έχει πολύ μεγάλη σημασία από οικολογική άποψη, γιατί τα κύτταρα των ζωικών οργανισμών έχουν λεπτές μεμβράνες οι οποίες επιτρέπουν να περάσει νερό από ένα αραιότερο μέσο προς ένα πυκνότερο, χωρίς όμως να αφήνουν να περάσουν και οι ουσίες που είναι διαλυμένες στο πυκνότερο μέσο (ώσμωση). Αυτό σημαίνει ότι οι οργανισμοί που ζουν στο πλούσιο σε άλατα νερό της θάλασσας κινδυνεύουν συνεχώς από αφυδάτωση και πρέπει να έχουν ειδικούς μηχανισμούς προσαρμογής. Ιδιαίτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν τα ελάχιστα είδη ζώων που είναι σε θέση να περάσουν ένα μέρος της ζωής τους στη θάλασσα και ένα μέρος στο γλυκό νερό (σολομός, χέλι).
* * *
η (Ωκεαν.)
η συνολική ποσότητα, σε γραμμάρια, τών στερεών ουσιών που είναι διαλελυμένες σε ένα χιλιόγραμμο θαλασσινού νερού
συμβολίζεται με το S και εκφράζεται γενικά σε μέρη επί τοις χιλίοις (0/00).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υπεράλμυρος — η, ο, Ν [αλμυρός] 1. πάρα πολύ αλμυρός 2. (για νερό κλειστών θαλασσών ή κόλπων) αυτός που έχει αλατότητα μεγαλύτερη από την αλατότητα τών ωκεανών ή τών ανοιχτών θαλασσών …   Dictionary of Greek

  • υφάλμυρος — η, ο/ ὑφάλμυρος, ον, ΝΜΑ, και υφάρμυρος, η, ο, Ν ο κάπως αλμυρός νεοελλ. ωκεαν. (για θαλάσσιο νερό) αυτός τού οποίου η αλατότητα κυμαίνεται μεταξύ 0,500/00 ώς 170/00. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁλμυρός] …   Dictionary of Greek

  • αδαία βαθμίδα — H ζώνη που εκτείνεται σε βάθη μεγαλύτερα από 6.000 7.000 μ. Ονομάστηκε α. από τον Bruun (1956) και ο όρος διατηρήθηκε από τους μεταγενέστερους μελετητές. H α.β. εντοπίζεται σε στενές, επιμήκεις καταβυθίσεις. Τέτοιες καταβυθίσεις βρίσκονται στον… …   Dictionary of Greek

  • βιορυθμοί — Η προσαρμογή (συγχρονισμός) ορισμένων ζωτικών φυσιολογικών λειτουργιών των οργανισμών στις περιοδικές μεταβολές παραγόντων του περιβάλλοντος (φως, θερμοκρασία, παλίρροιες, σεληνιακός κύκλος κλπ.). Με την προσαρμογή αυτή οι οργανισμοί καταφέρνουν… …   Dictionary of Greek

  • θαλάσσιο περιβάλλον — Το μεγαλύτερο σε έκταση και όγκο φυσικό περιβάλλον που υπάρχει στη Γη. Υπερτερεί του χερσαίου περιβάλλοντος όχι μόνο ως προς την έκταση (οι θάλασσες έχουν δυόμισι φορές μεγαλύτερη έκταση από την ξηρά) αλλά και ως προς το πάχος τη βιόσφαιρας,… …   Dictionary of Greek

  • κυπρινοδοντίδες — (cyprinodontidae). Οικογένεια ψαριών της τάξης των κυπρινοδοντιμόρφων, η οποία περιλαμβάνει περισσότερα από 15 γένη και 100 είδη. Τα ψάρια αυτά συναντώνται στα γλυκά νερά και μερικές φορές σε παράκτια θαλάσσια ενδιαιτήματα των τροπικών και θερμών …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”