- αλατότητα
- Το σύνολο των αλάτων που είναι διαλυμένα στο νερό. Η α. εξαρτάται από τη θερμοκρασία και διαφέρει αισθητά στις θάλασσες (3,5%) και τις λίμνες (0,02%)· παρουσιάζει όμως διαφορές και από θάλασσα σε θάλασσα, ανάλογα με τις τοπικές συνθήκες. Η περιεκτικότητα του νερού σε άλατα έχει πολύ μεγάλη σημασία από οικολογική άποψη, γιατί τα κύτταρα των ζωικών οργανισμών έχουν λεπτές μεμβράνες οι οποίες επιτρέπουν να περάσει νερό από ένα αραιότερο μέσο προς ένα πυκνότερο, χωρίς όμως να αφήνουν να περάσουν και οι ουσίες που είναι διαλυμένες στο πυκνότερο μέσο (ώσμωση). Αυτό σημαίνει ότι οι οργανισμοί που ζουν στο πλούσιο σε άλατα νερό της θάλασσας κινδυνεύουν συνεχώς από αφυδάτωση και πρέπει να έχουν ειδικούς μηχανισμούς προσαρμογής. Ιδιαίτερα προβλήματα αντιμετωπίζουν τα ελάχιστα είδη ζώων που είναι σε θέση να περάσουν ένα μέρος της ζωής τους στη θάλασσα και ένα μέρος στο γλυκό νερό (σολομός, χέλι).
* * *η (Ωκεαν.)η συνολική ποσότητα, σε γραμμάρια, τών στερεών ουσιών που είναι διαλελυμένες σε ένα χιλιόγραμμο θαλασσινού νερούσυμβολίζεται με το S και εκφράζεται γενικά σε μέρη επί τοις χιλίοις (0/00).
Dictionary of Greek. 2013.